-
1 парусный
парусный: \парусныйое судно το ιστιοφόρο· \парусный спорт η ιστιοπλοία* * *па́русное су́дно — το ιστιοφόρο
па́русный спорт — η ιστιοπλοία
-
2 парусный
парусн||ыйприл ἰστιοφόρος:\парусный-ое судно τό ἰστιοφόρο πλοίο· \парусныйая лодка ἡ βάρκα μέ πανί· \парусныйый спорт ἡ ἰστιοπλοΐα, ἡ ἰστιοδρομία -
3 парусный
επ.1. βλ. парусиновый.2. για ιστία•-ые йглы- αρμενοβελόνες, ιστιορραφί-δες•
-ые нитки ιστιοράμματα.
3. ιστιοφόρος•-ая лодка βάρκα με πανί.
4. της ιστιοδρομίας•-ые соревнования αγώνες ιστιοδρομίας•
парусный спорт ιστιοδρομία, ιστιοπλοία.
-
4 спорт
ο αθλητισμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > спорт
-
5 спорт
1. спорт м о αθλητισμός, το σπορ; автомобильный \спорт η αυτοκινητοδρομία; велосипедный \спорт η ποδηλασία; водный \спорт τα θαλασσινά σπορ; гребной \спорт η κωπηλασία; лыжный \спорт η χιονοδρομία, το σκι; парусный \спорт η ιστιοπλοία; заниматься \спортом ασχολούμαι με τον αθλητισμό 2. спорт, о διαιτητής; ο ελλανοδίκης (член жюри)* * *мο αθλητισμός, το σπορавтомоби́льный спорт — η αυτοκινητοδρομία
велосипе́дный спорт — η ποδηλασία
во́дный спорт — τα θαλασσινά σπορ
гребно́й спорт — η κωπηλασία
лы́жный спорт — η χιονοδρομία, το σκι
па́русный спорт — η ιστιοπλοία
занима́ться спортом — ασχολούμαι με τον αθλητισμό